- καθοδήγησις
- καθοδήγ-ησις, εως, ἡ,A guidance, Thd.Is.38.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθοδηγήσει — καθοδήγησις guidance fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθοδηγήσεϊ , καθοδήγησις guidance fem dat sg (epic) καθοδήγησις guidance fem dat sg (attic ionic) καθοδηγέω guide aor subj act 3rd sg (epic) καθοδηγέω guide fut ind mid 2nd sg καθοδηγέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοδηγήσεις — καθοδήγησις guidance fem nom/voc pl (attic epic) καθοδήγησις guidance fem nom/acc pl (attic) καθοδηγέω guide aor subj act 2nd sg (epic) καθοδηγέω guide fut ind act 2nd sg καθοδηγέω guide aor subj act 2nd sg (epic) καθοδηγέω guide fut ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοδήγηση — η (Α καθοδήγησις) [καθοδηγώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθοδηγώ, ακριβής οδήγηση, χειραγώγηση, υπόδειξη 2. (συγκρμ.) η ηγεσία («η καθοδήγηση τού κόμματος») … Dictionary of Greek
προκαθοδήγησις — ήσεως, ἡ, Μ η εκ τών προτέρων καθοδήγηση, οδηγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθοδήγησις (< καθοδηγῶ)] … Dictionary of Greek
καθοδηγήσεως — καθοδηγήσεω̆ς , καθοδήγησις guidance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοδηγήσῃ — καθοδηγήσηι , καθοδήγησις guidance fem dat sg (epic) καθοδηγέω guide aor subj mid 2nd sg καθοδηγέω guide aor subj act 3rd sg καθοδηγέω guide fut ind mid 2nd sg καθοδηγέω guide aor subj mid 2nd sg καθοδηγέω guide aor subj act 3rd sg καθοδηγέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)